ζώντως

ζώντως
ζώντως (Α)
επίρρ. με τρόπο ζωηρό, ζωηρά, γρήγορα, με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ζων (θ. ζωντ-) τού ζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”